σφηκῶ — σφηκός masc/neut gen sg (doric aeolic) σφηκόω make like a wasp pres subj act 1st sg σφηκόω make like a wasp pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφήκω — σφηκόω make like a wasp pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σφηκόω make like a wasp imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφηκώ — ἐπισφηκῶ, όω (Α) δένω, συνδέω, σφηνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφηκώ «συνδέω»] … Dictionary of Greek
κατασφηκώ — κατασφηκῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηκῶ «σφίγγω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
περισφηκώ — όω, Α 1. περιδένω, περισφιγγω ὁπως όταν περιδένει κανείς το στόμιο δοχείου, στουπώνω 2. παθ. περισφηκοῡμαι, όομαι α) περισφίγγομαι, περιδένομαι σφιχτά β) περιβάλλομαι με μεταλλική επένδυση για ενίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφηκῶ «περισφίγγω,… … Dictionary of Greek
συσφηκώ — όω, Α συνδέω σφιχτά, συσφίγγω, συνενώνω («πάντα συνεσφήκωσεν ὁμοῡ τεταραγμένα πρόσθεν», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφηκῶ «δένω, συσφίγγω» (< σφήξ, ηκός)] … Dictionary of Greek
σφήκωμα — τὸ, ΜΑ [σφηκῶ] 1. επίδεσμος σφηνοειδής ως προς το σχήμα 2. σχοινί αρχ. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο … Dictionary of Greek